- ἐνορᾷν
- ἐνοράωseepres inf actἐνοράωseepres inf act (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνορᾶν — ἐνοράω see pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐνοράω see pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐνοράω see pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐνορᾶ̱ν , ἐνοράω see pres inf act (epic doric) ἐνοράω see pres inf act (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek